22.1.21

Αγάπη Ασυμπτωματική, 2020

Αγάπη Ασυμπτωματική, 2020


Σκληρή κάνω προπόνηση για κούρσα αντοχής

μ´ αντί χρυσό μετάλλιο, χαρτί συμμετοχής.

Μπροστά για λίγο ήμουνα κι η τύχη ήταν μαζί μου

σκοντάφτω σε εμπόδιο και βγαίνει η Πατουλίδου.


Χημεία που είναι ο έρωτας, κι αν έχω εγώ διαβάσει

κάθε μου νέο πείραμα, ενός πυρήνα σχάση.

Ψυχής μου δίνω έκθεση, μα απ´ το θέμα εκτός,

Το μέλλον μου αόριστος, ο πόνος παρατατικός.


Σκληρή δουλειά η ευτυχία και έχω ελλιπές CV

στο ράφι προϋπηρεσία, σπουδές στην ανοχή

Μισθός μου η απόρριψη, η αδιαφορία bonus

συνταξιούχα ελπίδα μου, διαδήλωσε στους δρόμους.


Πάθος μου κάνεις δίαιτα και τρως μόνο σαλάτα

πίσω ο χρόνος δε γυρνά, φθινόπωρα τα νιάτα

Στ’ ονείρου μου την πασαρέλα, πατάω εγώ γερά

μα σαν ξυπνήσω το πρωί, με διώχνει η Καγιά.


Καρδιά που έχω αθλητή και ξέρει να υπομένει

εκεί που ξάφνου αν σκιρτά, βρίσκεται διασωληνωμένη

Αυτοάνοσό μου πεπρωμένο, ζωή μου εσύ λεπρή

αγάπη όποιον κόλλησα, ήταν ασυμπτωματική.


Κάμπια, 2020


Κάμπια, 2020


Πριν σε γνωρίσω ήμουνα κάμπια, τηγάνι με καμένα λάδια,

απότιστο, ξερό φυτό, νόημα δεν είχα και σκοπό.

Στης πρότασής μου το κενό, μπήκες εσύ θαυμαστικό

αργία ήσουν, Κυριακή, μπριζόλα τη Σαρακοστή.


Πριν σε γνωρίσω ήμουνα κάμπια, σερνόμουν μεσα στα σκοτάδια

γρουσούζικη ημουν παροιμία, κι αόριστη αντωνυμία.

Σε όλους έφερνα αηδία, και στα προνήπια αλλεργία,

μα εσύ σε μένα κάτι είδες, σκάνε απ’ τη ζήλια οι ακρίδες.


Πριν σε γνωρίσω ήμουνα κάμπια, σε σάπια μ’ έβρισκες αχλάδια

και από λάσπες και λακούβα, βγήκα εγώ σαν πεταλούδα.

Απ΄το κουκούλι σαν πουλί, φτάνω απ’ την Κρήτη στο Σουφλί

και ιστορίες λέω μπόλικες, σε θείους μου μεταξοσκώληκες.


Πριν σε γνωρίσω ήμουνα κάμπια κι ο εφιάλτης στα λιβάδια

μυαλό που είχα κουτοπόνηρο, τέτοιο ποτέ δεν είδε όνειρο

Η πλάση κτήμα μου κι η φύση, καλάμι θα ‘χα καβαλήσει

μα “ναι” πριν γίνουνε τα “όχι”, μπλέχτηκα μέσα σε απόχη.


Πριν σε γνωρίσω ήμουνα κάμπια, αντί φιλέτο πάντα μπάμια,

μα όμως ήσουν φυλακή, νερόβραστη ξανά φακή.

Προοπτικές μου κι ενδεχόμενα, τώρα πια είστε κατεχόμενα

κι αγάπη υποτιθέμενη, παγίδα ήταν και μέγγενη.


Πριν σε γνωρίσω ήμουνα κάμπια, να φτάσω ήθελα ταβάνια

πάνω που χρώμα είδα στο μαύρο, με κάρφωσες εσύ στο κάδρο.

Στη χούφτα μ’ έσφιξες γερά, κιμά μου κάνεις τα φτερά

και τα παλια μου χαϊλίκια, ανέκδοτα είναι για σκουλήκια.