8.6.11

Νησιά V 2.0





Αυτόν τον Κουασιμόδο, τον γνώρισα στη Ρόδο,
στη Σύμη ‘χε χωράφια, μου στράβωσε τα μάτια.
Στην Κω σε γάμο ενέδωσα και σχέδιο, κατέστρωσα
του τα ‘φαγα, την έκανα και κρύφτηκα στα Μέθανα.
Παράλληλα στην Πάρο, μπλέκω μ’ ένα φαντάρο,
που χε ένα πτυχίο, απ’ τα ΤΕΙ στη Χίο.
Μαζί στα Κουφονήσια, με μπύρα βαρελίσια,
και σε δωμάτιο δίκλινο, αμάρτησα στην Μύκονο.
Σαν πάμε εκεί στη Θάσο, με άλλον θα το σκάσω,
με Ιταλό στη Σάμο που θα μου λέει Ti amo.
Τα χρόνια μου τα σίχτιρα, τα ξέχασα στα Κύθηρα,
που ήμουν μ’ ένα τσίτι, στα κάμπινγκ και στην Κρήτη.
Με μιά γκαζιά στο κότερο, αράξαμε στη Σκόπελο,
Σκορπιό για μία στάση, τσάι με την Ωνάση.
Θυμάμαι έναν ολόγυμνο που φίλησα στην Κάλυμνο,
δυό μπράτσα στοιβαρά, σε βάρκα στα Ψαρά.
Πάνε τα βράδια εκείνα, μόνη στη Σαλαμίνα,
μιά βίλα στη Λευκάδα, κι οι άντρες δωδεκάδα.

21.3.11

Ανοιξη στη Νεα Υορκη


Τραγούδια, γέλια σβήστηκαν κι οι γλάστρες μαραθήκαν,

βαρύς χειμώνας πέρασε κι αγάπες σκοτωθήκαν.

Η εικόνα σου ξεθώριασε, το ίδιο και οι όρκοι,

με ξέχασες σαν έφυγα στη Νέα την Υόρκη.

Ευρώ και προίκα μάζευα, το γάμο είχα στόχο,

μα τώρα όλα τά ‘φαγα στο Μπάρνεϊς και το Σόχο.

Μαζί ο,τι θα ερχόσουνα, μου είχες τάξει πέρσυ,

και βρήκα για παρηγοριά μια θεία στο Νιου Τζέρσι.

Ώμο να γείρω έψαξα, μια φίλη, μια γνωσττταν.﷽﷽﷽﷽﷽νχτυ, τι όνειρο που θα 'ή

πεθύμησα τη μάνα μου και Μακ Σαρακοστή.

Να έρθεις θα προσευχηθώ με όλη μου την πίστη,

κι αν όχι θα χαρακωθώ, πέφτω απ’ ουρανοξύστη.

Να χτύπαγες την πόρτα μου, τι όνειρο που θα ‘ταν,

κι οι γλάστρες θα ανθίζανε, το Πάσχα στο Μανχάτταν.