26.10.18

Ο γύρος του κόσμου, 2018

-->

Ο γύρος του κόσμου

Λεφτά είχα στην άκρη, μαζί να πάμε Κάπρι,
και του έρωτα η βρύση, ν΄ανοίξει στο Παρίσι.
Παντου εγώ σε πήγα, στην όαση τη Σίβα,
στη Νότια την Κορέα, ταξίδι εμείς παρέα.
Σίδνεϋ Πάσχα μας καλεί, μιά θεία που έχω Αυστραλή,
και μιας που πήγαμε ευκαιρία, Νέα να πάμε Ζηλανδία.
Ντουμπάι εγώ για χρόνια, ξεσκίστηκα στα ψώνια
στην Κίνα όλο μαϊμούδες, τσάντες, μπιζού, βερμούδες.
Μπαχάρια κόκκο-κόκκο, διάλεξα στο Μαρόκο,
μισή τιμή τεφάλ, τηγάνι στο Νεπάλ.
Στο Μόντε Κάρλο άν είναι ανάγκη, ξέρω τον Κασιράγκι,
μάταια όλα και βαβέλ, Χριστούγεννα στην Κουρσεβέλ.
Αν θες να πας Αργεντινή, μια φίλη έχω μακρινή,
ξαδέρφια στην Αστόρια, με τρία εστιατόρια.
Σε μπαρ στη Λισαβώνα, πετύχαμε Μαντόνα
τη Μίντλετον την Κέιτ, τυχαία στο Κουβέιτ.
Θέλει μεγάλη τόλμη, δίχως παλτό η Στοκχόλμη
και βράσαμε στη ζέστη παλιά στη Βουδαπέστη
Εμένα μου βρωμάει σαν πόλη η Βομβάη
μέτριο επίσης βρίσκω κι όλο το Σαν Φρανσίσκο.
Στου Ρίου την αρένα, χόρεψα μακαρένα
κι ένα καρσιλαμά, στην πόλη του Παναμά.
Μ’ έκλεψε ένας μαλάκας στο δρόμο για Καράκας
καινούργιο άιφον κινητό, έχασα εγώ στη Βυρηττό.
Να ‘ναι ωραία άραγες, εκεί στου Μπουένος Άιρες
αν είναι μούφα πάμε αλλού, στους Ίνκας πάνω στο Περού.
Μου ‘πανε εγώ θα μαγευτώ, Τουλούμ σαν πάω στο Μεξικό
και μαυρισμα τρελό Σαχάρα, μπριζόλα έγινα στη σχάρα.
Στου Νείλου εγώ την κρουαζιέρα, ώρα μετάνοιωσα και μέρα
και το αερόστατο βλακεία, που ΄κανα στην Καππαδοκία.
Θυμάμαι πήγαν να μας ΄φάν τα φίδια τότε στο Σουδάν,
μούρη με μούρη με λιοντάρι, στην έρημο την Καλαχάρι.
Κοίτα που δεν της το ΄χα, να ναι καλή η Ντόχα
κι οι χώρες όλες υστερούν, απ΄όταν πήγα Καμερούν.
Γλώσσες με μάθανε πολλές, τις δώδεκα του Ισραήλ φυλές,
θρησκείες και αιρέσεις δέκα, ιμάμη γνώρισα στη Μέκκα.
Περίμενα για ώρες, το πλοίο στις Αζόρες,
στην πτήση για Βοστώνη, μου σκασ’ η σιλικόνη.
Δοκίμασα πολλές κουζίνες, και δυό σπρινγκ ρόλς στις Φιλιππίνες
ακρίδες έφαγα σουβλάκι, μες την Μπανγκόγκ σ’ ένα στενάκι.
Όμως εσένα δεν σε νοιάζει, στο Σόχο αν είμαστε ή στο Γκάζι,
και στο χωριό σου ο νους σου τρέχει, σαν τη Χαλκιδική δεν έχει.

17.10.18

Ωραία Κοιμωμένη, 2018


-->
Ωραία Κοιμωμένη

Ύπνο βαθύ κοιμόμουνα, η νιότη μου σε φράχτη,
απ΄όταν δόλια μοίρα μου, σε τρύπησε τ’ αδράχτι.
Κι εκεί που συμβιβάστηκα πως ήτανε το τέλος,
ήρθες και με ξεπάγωσες και ξέρανες το έλος.
Κύμα κι αγιάζι διέσχισα, μπουνάτσα εσύ πριν φέρεις,
λόττο, τζακ πότ μου κλήρωσε, λαχείο, κουλοχέρης.
Άνθη, μπουμπούκια μου ΄μοιασαν τα βάτα και τα σκίνα,
χρώματα χίλι’ αντίκρυσα, οθόνη από ρετίνα.
Μέρα τι ήταν ρώτησα, Τετάρτη ή Δευτέρα
δίψα, λαχτάρα ένιωσα, στο πιάτο μου γραβιέρα.
Στον κόσμο εγώ που μίσησα, μαζί σου τώρα θέλω
τα πάντα να γλεντήσουμε, σαμπάνια σε μπουγέλο.
Φίλος ο εχθρός μου φαίνεται και νέκταρ η στρυχνίνη,
την πρώην σου τη δέχτηκα, λάικ κι αυτή μου δίνει.
Του γκρί το μαύρο έσβησες, το κρύο απ’ το χειμώνα
σε γάμο εγώ σε ζήτησα, μα πρώτα αρραβώνα.
Ξάφνου η ώρα πάγωσε, γαζώθηκαν τα χείλη,
κι από την άλλη κοίταξες, μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι.
Λέξη να πω δεν πρόλαβα, τα στόματά μας τάφοι,
και πίσω με ξαπόστειλες στο πάνω πανω ράφι.


15.10.18

Μίσος, 2018

-->

Μισος

Μισώ τον ήλιο τον καυτό, τα σορτς, τα καλοκαίρια,
τα νιάτα μου που τα ‘παιξες σε ζάρια και μπεγλέρια
Μισώ τη φλόγα που άναβες με της καρδιάς τα σπίρτα,
τις μέρες που μου μαύρισες και κάνει μόνο νύχτα.
Μισώ όλα τα όμορφα, τα κρίνα και τα ρόδα,
νταλίκα κατά πάνω μου, κοιμόμουνα δεν το 'δα.
Μισώ τον Πύργο το Λευκό και τη Θεσσαλονίκη,
τη μάνα σου που μ’ άφησε εκτός απ’ τη διαθήκη.
Μισώ τους γάμους τις χαρές, γλέντια και πανηγύρια
καφέδες σε μνημόσυνα που πίνω ξεροσφύρια.
Μισώ τα μπράντς και τα αυγά, ψωμιά με αβοκάντο,
τα ρούχα τ’ άπλυτα, τα τζήν, που φόραγες κομάντο.
Μισώ όλους τους φίλους μου και όποιονα γελάει,
τα νήπια και τους άγιους, τον Λάμα τον Δαλάι.
Μισώ τα πάντα γύρω μου, μα πιο πολύ εμένα,
το ψέμα που με τάισες απ’ όνειρα σφαγμένα.