8.9.19

Ο γύρος του κόσμου 2, 2019

Image result for hawaii aloha

Ο γύρος του κόσμου vol. 2.0, 2019

Το ένοχό σου το ποιόν, το’ μαθα εγώ μες τη Λυών,
γάμο που μου ‘ταξες στη Σιένα, μούσι όλα ήτανε και ψέμα.
Τρεις μήνες που ‘μασταν στο Μπάρι, χαμπάρι εγώ δεν είχα πάρει
και μόλις έμαθα την Τρίτη, πως μ΄ άλλη πήγες στη Μαδρίτη.

Τάρανδο μ’ έκανες και τράγο, σ’ ένα συνέδριο στο Σικάγο,
κι αν θυμηθώ και την Ατλάντα, στα κέρατα περνάω γιρλάντα.
Σ’ ένα χωριό στη Γουατεμάλα, κοιτάζες μια κοκκινομάλλα,
και μια ξανθιά από την Κούβα, σε τάφο μ’ έβαλε και γούβα. 

Πόσο μου έλεγες με θές, σε charity στο Μπαγκλαντές
μα όταν πήγα τουαλέτα μήνυμα σου ‘ρθε από Βαλέττα. 
Με μιά γυμνάστρια στο Μπαλί πιαστήκαμε μαλλί - μαλλί,
σε μι' άλλη πάλι στο Μιζούρι, μόνιμο 
άφησα κουσούρι.

Δυό λίτρα ήπια εγώ τεκίλα, για να ξεχάσω στη Μανίλα
κι ένα μπουκάλι Μπαΐγκόν κατέβασα στη Σαϊγκόν.
Στο Τελ Αβιβ σε μιά κλαμπάρα, ούρλιαζα εγώ σαν κατινάρα,
κι έξω μας πέταξε ο DJ, από ένα πάρτυ στο LA.

Σε μια βδομάδα στη Χιλή, πρόλαβες πήρες μιά φυλή,
Κι απ΄όλα τα μπάζα στην Αγκόλα, σου γυαλισε μια χοντροκώλα.
Για να γλεντήσεις στη Φρανκφούρτη, μου ‘ριχνες Ζάναξ στο γιαούρτι
και ξύπνησα στο Σινσινάτι και μι’ αλλη βρήκα στο κρεβάτι.

Λάρισα αν είμαστε ή Τοσκάνη, εντύπωση πια δε μου κάνει,
κι όλα τα μέρη που είναι «ουάου», φούρνοι μου μοιάζουν στο Νταχάου.

Θά ‘ πρεπε νά χα πεί το bye, προτού να πάμε Ουρουγουάη,
Μα στη Χαβάη λέω αλόχα, καλά να πάθω η μαζόχα.

31.8.19

Ένα διαφορετικό ποίημα, 2019


Ένα διαφορετικό ποίημα, 2019


Το ποίημα το σημερινό, δε θα ‘ναι σαν τα άλλα,
που κάτω γέρνουν τη χαρά, στης μοίρας την τραμπάλα.

Πίσω θ´ αφήσω τους καημούς και όσα έχω περάσει,
τα πλην και όλα τα μηδέν, να πάρει το φαράσι.

Κανέναν δεν θα αφορά και δε τ´ αφιερώνω,
χάδι θα είναι στα αυτιά, το στόμα θα λιγώνω.

Λόγια μεστά από καρδιάς, κελαρυστό τραγούδι,
παιδούλα κάνουν τη γριά, το διάολο αγγελούδι.

Θα το διαβάζουν οι τρελοί και λογικοί θα γίνουν,
νόημα θά ‘βρουν και οι χαζοί κι εξίσωση θα λύνουν.

Μες της πιστής μια προσευχή, στην Παναγιά της Τήνου,
στα λύκεια μάθημα θα μπει, σε δίσκο της Κοκκίνου.

Όμως η ώρα πέρασε, να γράφω δεν αρχίζω,
και με προλόγους και σασπένς, κάθομαι και στα πρήζω.

Μάταια στύβω το μυαλό, μπας και ιδέα στάξει,
«Ουάου» τ´ «αμάν» να μου φανεί, και το «σκατά»: «εντάξει».

Μόνο σουξέ θα γράφω εγώ, σαν τον παλίο καλό καιρό,
«στο πλοίο γι’ Αμοργό, σε γνώρισα Γωγώ»

Ρέκβιεμ για το καλοκαίρι, 2019



Ρέκβιεμ για το καλοκαίρι, 2019

Ανοίγω τα παράθυρα, πάει κι αυτό το βράδυ,
μ´αντι του ήλιου να ´μπει φως, μπαίνει ξανά σκοτάδι.

Αίμα στις φλέβες δεν κυλά, λαλιά πια δε μου βγαίνει,
χορεύει όλο το νησί, στην άκρη εγώ καημένη.

Το πλοιο που με έφερε, σε ξέρα ας είχε πέσει,
προτού μ’ αυτην σ´ αντικριζα κι οι διακοπές μου φέσι.

Σε μπαρ και σε περίπτερα απ έξω δεν περνάω,
μη και τυχόν μαζί σας δω, κι αρχίσω το τσιγάρο.

Φίλες δεν έχω πειστικές, τον πόνο να μοιράσω,
στις πίκρες δεν μου στάθηκαν, μα ούτε να τις κλάσω.

Μόνη κουπι εγώ τραβώ, και πνίγομαι στο κλάμα,
σαν ειρωνεία τραγική, μελό κι αρχαίο δράμα.

Δεν ξέρω τι ειν´ καλύτερο, αυτή να παρατήσεις, 
ή μήπως με τ´ αμάξι σου με μιας να με πατήσεις.

Με λύσσα εγω το πρόσμενα αυτό το καλοκαίρι,
με άλλη όμως το γλεντάς, κατάπια εγώ μαχαίρι. 

Τα άνθη όλα κιτρίνισαν και πέσαν τα μπουμπούκια,
Μνημόσυνο είν´ το γλέντι πια και ρέκβιεμ τα μπουζούκια.

Μοίρα μου που με πρόδωσες, θαρρείς πως είναι αστείο,
καλύτερα να ήμουνα τον Αύγουστο γραφείο.

16.5.19

Για να σε βρω, 2019




Για να σε βρω, 2019

Σ’ όλου του κόσμου τα στενά, σε όρη και ποτάμια
να ψάξουν βάζω να σε βρούν κι απλώνω τα πλοκάμια.
Για μια στιγμή που ζήσαμε, μία ζωή χαρίζω
σαν το σκυλί  στα χνάρια σου, κάθε γωνιά μυρίζω.
Ρωτώ να μάθω σε χωριά, στις πόλεις πήγα όλες
σε καφετζού σε ντέντεκτιβ, φίλους και κουτσομπόλες.
Ξανθά μαλλιά, φρύδια σμιχτά και βλέματα σαν σφαίρες
χτενίζω κάμπους, πέλαγα, ωκεανούς και ξέρες.
Τηλέφωνο σαν μού ‘δωσες, μπερδεύτηκαν τα πλήκτρα
σαράντα κάνω πυρετό και οι παλμοί σφυρίχτρα.
Το μέρος που σ΄αντάμωσα τρεις μήνες έχει κλείσει
μα φλόγες καίνε μέσα μου, σαν δράκος της Καλίσι.
Άραγε εσύ μ’ αναζητάς, στο νού σου είμαι ακόμα;
ή τίτλους τέλους έβαλες και στο μπουκάλι πώμα;
Για σένα χρήμα θ’ αρνηθώ, την κάθε ματαιότητα
τάμα, κερί στην Παναγιά και φτιάχνω φανουρόπιτα.
Ξημέρωσες τη νύχτα μου και άνοιξες της πύλες
εικόνα ήσουν βιβλική, βοηθούσαν κι οι τεκίλες.
Για να σε βρώ είμαι ικανός τα βράχια να κουνήσω
στη Νοτρ Νταμ σκεπή να μπώ, τα Ελγίνεια να γυρίσω.
Υπομονή του Ιώβ εγώ, φασούλι το φασούλι
στο τέλος άκρη αν δεν βρώ, θα πάω στη Νικολούλη.

10.1.19

Πικρό Σούσι, 2019



Πικρό Σούσι, 2019

Πως να μοιράσουμε στα δυό αυτό που ήταν ένα
άλλος να πάρει το σταυρό και άλλος την καδένα;
Τραγούδι που θα ξεχαστεί και ράδιο που σωπάινει
μου είπε να χωρίσουμε στο Νόμπου στη Βουλιαγμένη.
Λιγόστεψε η ανάσα μου, κι ιδρώτας μ’ έχει λούσει
ξεράθηκε το στόμα μου κι είναι πικρό το σούσι.
Γάμους, μου έταζε, παιδιά, ο ήλιος πρίν να δύσει
τελείωσε το όνειρο και γέρασε κι η Βίσση.
Καρδιά μου εσύ που πίστεψες σε όρκους και σε λόγια
μόνη στο δρόμο έμεινες, κι αδέσποτο στο μπόγια.
Πάγος η φλόγα έγινε, και κρίμα το μακάρι
μα όλ’ η έννοια του ήτανε τι στόρι θα ποστάρει.
Τι θ’ απογίνω τώρα εγώ και πώς να συνεχίσω
μπουκιά να φάω δεν μπορώ και το μπλακ κοντ θ’ αφήσω.
Χήρα η νύφη είναι πιά και μπόχα η κολόνια
δάκρυσαν όλοι γύρω μου, και κλαίνε τα γκαρσόνια.
Αχ παναγιά μου δεν βαστώ, μου ήρθε κεραμίδα
η πίεση στο κόκκινο, τα νεύρα μου κοτσίδα.
Πως και γιατί δεν έμαθα, λίγη δεν είχε μπέσα
και σ’ ένα βράδυ άσπρισαν και τα μαλλιά κι η τρέσα.